ασπροπρόσωπος

ασπροπρόσωπος
-η, -ο
αυτός που έχει πρόσωπο λευκό, ακηλίδωτο, αμουντζούρωτο, αντρόπιαστο: Είπαν πολλά για δαύτον, αλλά στο τέλος βγήκε ασπροπρόσωπος· φράση «θέλω να με βγάλεις ασπροπρόσωπο», κοίτα να μη με ντροπιάσεις με τη συμπεριφορά σου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασπροπρόσωπος — η, ο 1. αυτός που έχει λευκό πρόσωπο 2. μτφ. ο απόλυτα τίμιος, ο ενάρετος 3. αυτός που βγήκε άθικτος από κάποια δοκιμασία 4. φρ. «μ έβγαλε ασπροπρόσωπο» η επιτυχία του σε κάποιο έργο δικαίωσε την εμπιστοσύνη που έτρεφα για την ικανότητα του …   Dictionary of Greek

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • βγαίνω — (εύχρ. ως μέσ. τ. του βγάζω) 1. εξέρχομαι 2. πραγματοποιούμαι, επαληθεύομαι («βγήκε αληθινό») 3. αναβλύζω, εκπηγάζω 4. κοινολογούμαι, κυκλοφορώ («βγήκε η φήμη ότι...», «βγήκε η εφημερίδα») 5. (για τον ήλιο, τη σελήνη κ.λπ.) ανατέλλω 6. προκύπτω… …   Dictionary of Greek

  • λευκοπρόσωπος — η, ο αυτός που έχει λευκό πρόσωπο, ασπροπρόσωπος …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”